- ξυνάγειν
- συνάγωbring togetherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναθροίζω — ΝΜΑ [αθροίζω] συγκεντρώνω πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα συρτάρι» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ. γ. «τὸ κάταγμα λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», Αριστοφ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek